- συμπλατάγησεν
- συμπλαταγέωsound by striking togetheraor ind act 3rd sg (homeric ionic)συμπλαταγέωsound by striking togetheraor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπλαταγώ — έω, ΜΑ [πλαταγῶ] 1. κροτώ με αμοιβαίο χτύπημα, κάνω κρότο με σύγκρουση («χερσί τε συμπλατάγησεν», Ομ. Ιλ.) 2. ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἱππείῳ χρεμετισμῷ κελάδημα συμπλαταγεῑ λεόντων», Νόνν.) … Dictionary of Greek